καλοαναθρεμμένος

καλοαναθρεμμένος
-η, -ο (Μ καλοαναθρεμμένος και καλοανατεθραμμένος, -η, -ον)
αυτός που έχει καλή ανατροφή, καλή αγωγή
νεοελλ.
ο ευγενικός στους τρόπους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλοαναθρεμμένος — η, ο 1. που ανατράφηκε καλά, που πήρε καλή ανατροφή. 2. που έχει ευγενικούς τρόπους, ο ευγενικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… …   Dictionary of Greek

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

  • καλοσυνηθίζω — 1. (μτβ.) διδάσκω κάποιον λεπτούς τρόπους, τού μαθαίνω καλές συνήθειες, τον συνηθίζω στο καλό («το παιδί πρέπει να τό καλοσυνηθίσεις από μικρό») 2. (αμτβ.) αποκτώ καλές συνήθειες, λεπτούς τρόπους 3. (ειρωνικά) μεταδίδω σε κάποιον ευχάριστες, αλλά …   Dictionary of Greek

  • μοσχ(ο)αναθρεμμένος — και μοσκ(ο)αναθρεμμένος, η, ο αναθρεμμένος από τους γονείς του με υπερβολικές φροντίδες και περιποιήσεις, καλοαναθρεμμένος («κυρά μ , τη θυγατέρα σου τη μοσχαναθρεμμένη», δημ. τραγούδι). επίρρ... μοσχ(ο)αναθρεμμένα με πολλές περιποιήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”